- αναρωτώ
- (α) (αόρ. αναρώτησα и αναρώτηξα) μετ.1) спрашивать; 2) переспрашивать;
αναρωτιέμαι — задавать себе вопрос; — задумываться над вопросом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναρωτιέμαι — задавать себе вопрос; — задумываться над вопросом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναρωτώ — ρωτώ και ξαναρωτώ, ρωτώ με ενδιαφέρον για κάτι και απλώς ρωτώ 2. (μέσ., ιέμαι] ρωτώ τον εαυτό μου, απορώ … Dictionary of Greek
αναρωτώ — αναρώτησα, αναρωτήθηκα, αναρωτημένος 1. ρωτώ επανειλημμένα: Τον αναρωτούσε πού πήγε και τι έκανε τα χρόνια που έλειπε. 2. το μέσ., αναρωτιέμαι διερωτώμαι: Αναρωτιόταν γιατί ο παλιός του φίλος τον απόφευγε τελευταία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανετάζω — ἀνετάζω (Α) [ετάζω] αναρωτώ, εξετάζω, ανακρίνω … Dictionary of Greek